- σισάλ
- και σιζάλι το, Νβοτ. κοινή και εμπορική ονομασία τού φυτού Αgave sisalana τού γένους Αγαύη, καθώς και τής ίνας που λαμβάνεται από τα φύλλα του και η οποία χρησιμοποιείται για την κατασκευή σχοινιών και σπάγγων.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. ισπ. sisal < μεξικαν. τοπωνύμιο Sisal].
Dictionary of Greek. 2013.